- ταμίευμα
- το, ΝΑ [ταμιεύω]νεοελλ.ποσό που έχει εισπραχθεί και βρίσκεται στο ταμείοαρχ.1. αποταμίευμα, προμήθεια, παρακαταθήκη2. οικονομική διαχείριση, ταμίευση («δαπανᾱται... διὰ τῶν τῆς γυναικός ταμιευμάτων τὰ πλεῑστα», Ξεν.).
Dictionary of Greek. 2013.